αλογοδότητος

αλογοδότητος
-η, -ο [λογοδοτώ]
1. αυτός που δεν λογοδότησε ή δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει
2. αυτός για τον οποίο δεν λογοδότησε κανείς
3. επίρρ. αλογοδοτήτως, αλογοδότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλογοδότητος — η, ο επίρρ. α εκείνος που δε λογοδότησε ή για τον οποίο δεν έγινε λογοδοσία: Η διαχείρισή του μένει αλογοδότητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”